- λογχοφόρους
- λογχοφόροςspear-bearingmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογχοφόρος — α, ο (AM λογχοφόρος, ον) 1. οπλισμένος με λόγχη («λογχοφόρον ἔνοπλον... γένος», Ευρ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι λογχοφόροι ειδικό σώμα έφιππων στρατιωτών, οπλισμένων με λόγχη («λογχοφόρους δὲ σὺν πελτασταῑς», Ξεν.) νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek